- καθελκτήρας
- οανατ. ο μυς τού σώματος ο οποίος, όταν συστέλλεται, έλκει προς τα κάτω το μόριο εκείνο τού σώματος που βρίσκεται κάτω απ' αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθέλκω. Η λ., στον λόγιο τ. καθελκτήρ, μαρτυρείται από το 1836 στον Δημήτριο Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.