καθελκτήρας

καθελκτήρας
ο
ανατ. ο μυς τού σώματος ο οποίος, όταν συστέλλεται, έλκει προς τα κάτω το μόριο εκείνο τού σώματος που βρίσκεται κάτω απ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθέλκω. Η λ., στον λόγιο τ. καθελκτήρ, μαρτυρείται από το 1836 στον Δημήτριο Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθελκυστήρας — ο καθελκτήρας* [ΕΤΥΜΟΛ. < καθελκύω. Η λ.,στον λόγιο τ. καθελ κυστήρ, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

  • στερνίτης — ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, ίτιδος, Α νεοελλ. 1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων τού χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων 2. φρ. α) «στερνίτης μυς» ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”